Η υπογράμμιση της «ανάγκης πολιτικού εκσυγχρονισμού» συνιστά στις μέρες μας σημείο αιχμής του επίσημου πολιτικού λόγου, και απαντάται σε αφθονία τόσο σε ακαδημαϊκές όσο και άλλες δημόσιες συζητήσεις. Σπάνια όμως αναγνωρίζεται ότι το πρόβλημα του πολιτικού εκσυγχρονισμού ταλανίζει την Ελλάδα περισσότερο από ενάμιση αιώνα, σχεδόν καθ’ όλη της διάρκεια της ζωής της ως ανεξάρτητης πολιτικής και κρατικής οντότητας.
Η αδυναμία έγκειται στο γεγονός στο ότι, στις περισσότερες αναλύσεις, η αέναη επανάληψη της ανάγκης για πολιτικό εκσυγχρονισμό δεν συνοδεύεται από ανάλογης έντασης προσπάθεια να εξετασθούν (ή, συχνά, ακόμα και απλώς να ληφθούν υπόψη) οι κοινωνικοοικονομικές του προϋποθέσεις. Ειδικά στο πλαίσιο νεο-θεσμικών προσεγγίσεων, ένας διαρκώς ογκούμενος αριθμός μελετητών της σύγχρονης Ελλάδας χαρακτηρίζεται από την τάση να απομονώνει την ανάλυση της πολιτικής ανάπτυξης από το κοινωνικοοικονομικό της υπόβαθρο.
Επιχειρώντας μια συμβολή προς το ξεπέρασμα αυτής της αναλυτικής μονομέρειας, το άρθρο διερευνά τις αιτίες της αποτυχίας δυο εξαιρετικά σημαντικών εγχειρημάτων πολιτικής μεταρρύθμισης που γνώρισε η Ελλάδα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, αυτά των Τρικούπη και Βενιζέλου. Εντάσσοντας μια σειρά ευρημάτων της νεο-θεσμικής βιβλιογραφίας εντός ενός ευρύτερου ιστορικού-δομικού ερμηνευτικού πλαισίου, το άρθρο δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις συμπεριφορές των κοινωνικοοικονομικών ελίτ.
           
Υποστηρίζεται πως ο κύριος λόγος που εξηγεί την αποτυχία των μεταρρυθμιστικών εγχειρημάτων των Τρικούπη και Βενιζέλου δεν ήταν τόσο η έλλειψη πολιτικής βούλησης ή τεχνοκρατικής δεξιότητας εκ μέρους τους, όσο η έλλειψη ενός επικουρικού κοινωνικοοικονομικού περιβάλλοντος. Παρόμοιο περιβάλλον θα μπορούσε να είχε προκύψει μόνο ως αποτέλεσμα συνεπών μεταρρυθμιστικών δράσεων εκ μέρους των των κοινωνικοοικονομικών περισσότερο παρά των πολιτικών, ελίτ. Όμως βούληση για κάτι τέτοιο δεν υπήρξε.
Προσαρμοζόμενοι στο διεθνές περιβάλλον -εκμεταλλευόμενοι τις ευκαιρίες και αποφεύγοντας τα ρίσκα- οι Έλληνες κεφαλαιούχοι χαρακτηρίζονταν από καιροσκοπισμό, βραχυχρόνιους επενδυτικούς ορίζοντες και μια εγγενή εχθρότητα προς κάθε είδους μεταρρυθμίσεις. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η ανάδυση ενός δυσλειτουργικού κοινωνικοπολιτικού συστήματος με τάσεις εξισορρόπησης σε ανορθολογικούς συμψηφισμούς ανομικών πρακτικών που, εκ φύσεως, κατατείνουν σε ασταθείς ισορροπίες.

Η σημερινή συγκυρία είναι ασφαλώς διαφορετική από εκείνη του 19ου και πρώιμου 20ου αιώνα. Δεν έχει αλλάξει όμως το γεγονός ότι -όπως και τότε- ο πολιτικός εκσυγχρονισμός έχει κοινωνικοοικονομικά προαπαιτούμενα, που -όπως και τότε- εξακολουθούν να παρουσιάζουν χτυπητά ελλείμματα.
Αν είναι έτσι, τότε κάποιες από τις πλέον διαδομένες (αλλά και έντονα βουλησιοκρατικές) εκτιμήσεις αναφορικά με τις προοπτικές του πολιτικού εκσυγχρονισμού στη σύγχρονη Ελλάδα ίσως να είναι αίολες.

Νεότερη εκδοχή του άρθρου περιλαμβάνεται στον υπό έκδοσή τόμο Πολιτική χωρίς αναγωγισμούς (Κεφάλαιο 5).